Η βιταμίνη D είναι μια σημαντική λιποδιαλυτή βιταμίνη. Συντίθεται στον οργανισμό κυρίως με τη βοήθεια της υπεριώδους ακτινοβολίας του ήλιου όταν αυτή πέφτει κατευθείαν πάνω στο δέρμα. Βέβαια υπάρχουν και τροφές που η κατανάλωσή τους οδηγεί σε πρόσληψη D αυτές είναι κυρίως : ο σολομός, οι ρέγγες, οι σαρδέλες, ο τόνος κονσέρβα , τα στρείδια άλλα και εμπλουτισμένα με βιταμίνη D γαλακτοκομικά.

Ο ρόλος της βιταμίνης D είναι σημαντικός στη συνολική υγεία του οργανισμού καθώς έχει καταγραφεί πως βοηθά στην καλύτερη λειτουργία του ανοσοποιητικού, στον έλεγχο του σακχάρου,στη πρόληψη οστεοπόρωσης, στυτικής δυσλειτουργίας αλλά και στην πρόληψη άλλων σοβαρών παθήσεων όπως διαφόρων μορφών καρκίνου, σκλήρυνσης κατά πλάκας, ψυχιατρικών νόσων, υπέρτασης, καθώς και άλλων ασθενειών.

Στη χώρα μας αν και η ηλιοφάνεια είναι συχνή το ποσοστό ατόμων με έλλειψη D είναι αυξημένο. Το παράδοξο αυτό μπορεί να συμβαίνει εξαιτίας του γεωγραφικού πλάτους μας που δεν επιτρέπει τη σύνθεση D τους χειμερινούς μήνες, της ηλιοφοβίας και της διατροφής όπου δε καταναλώνονται πολλά λιπαρά ψάρια.

Όσον αφορά τη συμπτωματολογία της έλλειψης βιταμίνης D δεν υπάρχουν ξεκάθαρα και ειδικά ενοχλήματα ενώ αρκετοί ασθενείς είναι ασυμπτωματικοί ακόμα και σε σημαντική έλλειψη. Τα συνηθέστερα συμπτώματα που περιγράφονται είναι κόπωση, γενικευμένη μυϊκή αδυναμία, κράμπες, πόνος στις αρθρώσεις, αδυναμία συγκέντρωσης, κεφαλαλγίες και κατάθλιψη, καθώς  η βιταμίνη D επηρεάζει τη παραγωγή μελατονίνης η οποία είναι η ορμόνη που ρυθμίζει τη διάθεση.


Στις περιπτώσεις που οι ανάγκες του οργανισμού δεν καλύπτονται, χορηγείται βιταμίνη D από το στόμα.
Η συνιστώμενη δόση βιταμίνης D εξαρτάται από την ηλικία και το βαθμό ανεπάρκειάς της, όπως προκύπτει από τη μέτρηση των επιπέδων της στο αίμα και καθορίζεται από τον θεράποντα γιατρό.