Δίλημμα; Κάθεσαι στο τραπεζάκι σου με τον απαραίτητο ίσκιο, το πέλαγος γαλάζιο κι ανοιχτό μπροστά σου, το αεράκι να φυσάει κι ο σερβιτόρος να ρωτάει: -«Και με το χταποδάκι τι θέλετε; Ουζάκι ή τσίπουρο;»

Τέτοια να είναι πάντα τα διλήμματά μας κι οι έννοιες μας. Γιατί επί του προκειμένου ό,τι αγαπάτε! Αν και βέβαια υπάρχουν κάποιες διαφορές, και κάτι …φήμες που κυκλοφορούν, ότι και τα δύο κάνουν βαρύ κεφάλι… Αλλά είπαμε φήμες, ώσπου να τις διαπιστώσει κανείς προσωπικώς…

Κατ΄αρχάς όμως και τα δύο είναι ορεκτικά. Πίνονται πριν το φαγητό με τη συνοδεία κάποιου μεζέ. Προφανώς και δεν είναι για κατάχρηση. Εξάλλου σημειώστε: Ένα ποτηράκι ούζο ή τσίπουρο έχει 120-150 θερμίδες. Κι όσο ανεβαίνουν οι αλκοολούχοι βαθμοί, τόσο και οι θερμίδες!

  Το ούζο έχει ως βασικά συστατικά την καθαρή αλκοόλη, προερχόμενη από την απόσταση σιτηρών, σταφίδας και κυρίως μελάσας  με την προσθήκη αρωματικών σπόρων. Και τι περιλαμβάνονται σ΄αυτούς τους σπόρους; Γλυκάνισο ανυπερθέτως, αλλά και ο αστεροειδής άνισος, ο μάραθος, η μαστίχα Χίου, το κόλιανδρο και το κάρδαμο. Στις «μυστικές» προσθήκες μπορεί επίσης να είναι η κανέλα, το τζίντζερ, το γαρίφαλο, το φλαμούρι, η ρίζα αγγελικής, φλούδες εσπεριδοειδών και άλλα.

Το χαρακτηριστικό άρωμα και τη βασική γεύση πάντως στο ούζο δίνει ο γλυκάνισος, ο οποίος είναι εξαιρετικά ευεργετικός γενικά. Βοηθά στην απορρόφηση του σιδήρου των τροφών, προκαλεί αγγειοδιαστολή και μειώνει την αρτηριακή πίεση, έχει αντιπαρασιτική δράση στο έντερο, προστατεύει το συκώτι. Μια χαρά δηλαδή ο γλυκάνισος!

Να πούμε επίσης ότι το ούζο μας ήρθε με τους αποσταγματοποιούς από τη Μικρά Ασία. Λέσβος και Χίος θεωρούνται ιδιαίτερες πατρίδες του ενώ μακρά παράδοση έχει και η Βόρεια Ελλάδα. Α, και η ονομασία του αποτελεί αναγνωρισμένο εθνικό προϊόν από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το τσίπουρο  (ή ρακή, ή τσικουδιά) μας έρχεται, καθώς λένε, από το ΄Αγιο Όρος όπου για πρώτη φορά τον 14ο αιώνα έφτιαξαν απόσταγμα από πατημένα σταφύλια (στέμφυλα). Γιατί αυτή είναι η βασική διαφορά του τσίπουρο από το ούζο: Το τσίπουρο βγαίνει μόνον από σταφύλια. Καμιά φορά προστίθεται κι εδώ γλυκάνισος, οπότε γίνεται πιο αρωματικό ενώ τελευταία προσθέτουν και κρόκο. Όσο για τους αλκοολικούς βαθμού τους είναι συνήθως υψηλότεροι από αυτούς του ούζου.

Και τι τρώμε;

Αναλόγως την περιοχή και την εποχή. Με το ούζο ταιριάζουν τα θαλασσινά, τα μικρά ψαράκια, τα ξιδάτα γενικώς, τα αλμυρά, τα πικάντικα. ΄Ο,τι θα βρει κανείς δηλαδή, δίπλα στη θάλασσα το καλοκαίρι, αν και σε πιο ορεινές περιοχές θα φάμε και τουρσιά, λουκάνικα, πικάντικα τυριά, κ.ά.

Το τσίπουρο από την άλλη, ως πιο στιβαρό, αφού δεν γλυκίζει όπως το ούζο ταιριάζει και με καυτερά, τσιγαριστά, παστό χοιρινό κ.ά. Επίσης φαίνεται ότι προτιμά το χειμώνα.

Και στις δύο περιπτώσεις πάντως ο κλασικές μεζές είναι πολύ απλός: Ντομάτα, ελιές, ψωμί, τυρί και αγγούρι. Έτσι για να μην ξεχνιόμαστε…

 Με πάγο ή χωρίς;

 Το ούζο πίνεται πάντα με πάγο και μάλιστα σε ψηλό ποτήρι με την προσθήκη ίσως, κρύου νερού. Αμέσως θα πάρει ένα άσπρο χρώμα, αποτέλεσμα της ανιθόλης του γλυκάνισου.

 Το τσίπουρο πάλι, προτιμά να πίνεται σκέτο και δροσερό. Με γλυκάνισο πάντως σερβίρεται και με πάγο

Σε κάθε περίπτωση ιδού το μυστικό για να μην …χάσετε τον κόσμο όλο σε ρακοκάζανο στην Κρήτη: «Κοπελιά… μια γουλιά ρακή, μια γουλιά νερό», είπε ο σοφός  βρακοφορεμένος Κρητικός σε μια μικρή, που έπινε …έπινε…  Μετά είδε το νεροπότηρο δίπλα σε κάθε ρακή. Και κατάλαβε…

Παλιότερα πάντως υπήρχε και μια άλλη συνήθεια: Καφές, ελληνικός ασφαλώς, εναλλάξ με ούζο! Μια γουλιά από ΄δώ, μια γουλιά από ΄κεί.  Αλλά και σήμερα υπάρχουν μοντέρνες εκδοχές με σταγόνες ούζου απ΄ευθείας στον καφέ!

Αχ, αυτά τα απεριτίφ! Ανοίγουν την όρεξη ακόμη και διαβάζοντάς τα!